Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Φασισμός, μεγάλο κεφάλαιο και εργατική τάξη (2ο μερος)


της Ελένης Αστερίου

Εκκαθάριση των πληβείων φασιστών – φασιστικοποίηση του κράτους
Στην πρώτη κυβέρνηση του Μουσολίνι πάνω από τους μισούς υπουργούς ανήκουν στο παλιό πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης. Όμως αρχίζει ήδη η φασιστικοποίηση του κράτους. Τον Ιανουάριο του 1923 ο Μουσολίνι δημιουργεί πλάι στο υπουργικό συμβούλιο το φασιστικό «Μεγάλο Συμβούλιο». Την περίοδο 1925 έως 1926 απομακρύνεται από τη σκηνή το παλιό αστικό πολιτικό προσωπικό. Άλλοι προσχωρούν στον φασισμό, άλλοι αποσύρονται από την πολιτική ζωή, κάποιοι παίρνουν ή εξαναγκάζονται να πάρουν τον δρόμο της εξορίας. Από το 1925 η κυβέρνηση αποτελείται αποκλειστικά από φασίστες.
Νόμος του Δεκεμβρίου του 1925 δίνει στον αρχηγό της κυβέρνησης τη δυνατότητα να απομακρύνει από τη θέση τους δημοσίους υπαλλήλους και στρατιωτικούς που οι ενέργειές τους είναι «ασυμβίβαστες με τις πολιτικές αρχές της κυβέρνησης». Με τον νόμο της 9ης Δεκεμβρίου 1928 ολοκληρώνεται η οικοδόμηση του ολοκληρωτικού κράτους. Το «Μεγάλο Συμβούλιο» γίνεται το «ανώτατο όργανο επιφορτισμένο να συντονίζει όλες τις δραστηριότητες του καθεστώτος». Το φασιστικό κόμμα συγχωνεύεται με το κράτος. Στο εξής ο γραμματέας του κόμματος ορίζεται με κυβερνητικό διάταγμα και κατέχει λειτουργία υπουργού.
Όμως αυτή η διαδικασία απορρόφησης του κράτους από το φασιστικό κόμμα συνοδεύτηκε παράλληλα ήδη από το 1923 από τη διαδικασία καθυπόταξης του κόμματος στο φασιστικό κράτος. «Χρειάστηκε τον πρώτο χρόνο να απαλλαγώ από 150.000 φασίστες για να δώσω μεγαλύτερη ένταση στο κόμμα», έλεγε ο Μουσολίνι στον Έμιλ Λούντβιχ. «Μόνο αργότερα μπόρεσα να αρχίσω να προσελκύω μια ελίτ, για να μετασχηματίσω όλο και περισσότερο τη βία σε τάξη.»8
Το φασιστικό κόμμα εκκαθαρίζεται από εκείνα τα πληβειακά στοιχεία, χρήσιμα για να μετατρέψουν το φασιστικό κίνημα σε υπολογίσιμη δύναμη, που είχαν πάρει στα σοβαρά τη φασιστική αντιπλουτοκρατική δημαγωγία και διαμαρτύρονταν για το imborghesimento (αστικοποίηση) του φασιστικού κόμματος. Ένα δεύτερο κύμα εκκαθαρίσεων του φασιστικού κόμματος πραγματοποιείται το 1925-26. Μια ακόμη φουρνιά παλιών φασιστών πετιέται έξω από το κόμμα, ενώ στη συνέχεια ο Φαρινάτσι απομακρύνεται από τη θέση του γραμματέα του κόμματος. Το 1928 είναι η σειρά του Ροσόνι, γενικού γραμματέα της φασιστικής συνομοσπονδίας, και των πληβείων «συνδικαλιστών» τους οποίους είχε τοποθετήσει σε διάφορα πόστα της οργάνωσης. Στην πραγματικότητα ο Μουσολίνι αποφασίζει τη συγχώνευση του φασιστικού κόμματος και του κράτους μόνο όταν το κόμμα έχει μετατραπεί σε διοικητική μηχανή πιστή στις διαταγές του. Με βάση τον ίδιο τον νόμο του 1928 το φασιστικό κόμμα είναι «πολιτοφυλακή στην υπηρεσία του κράτους».
Όσο για τις ένοπλες φασιστικές ομάδες, ήδη από το 1924 ο Μουσολίνι θέτει επικεφαλής τους αξιωματικούς του στρατού. Μέρος τους μετατρέπεται σε «εφεδρικές δυνάμεις». Οι μονάδες της φασιστικής πολιτοφυλακής που συμμετέχουν ως τέτοιες σε πολεμικές επιχειρήσεις εντάσσονται σε σώματα στρατού και είναι υπό τις διαταγές των αξιωματικών τους. Αυτό ισχύει για τους μελανοχίτωνες που συμμετέχουν στον πόλεμο της Αβησυνίας.
Ενώ το πρώτο διάστημα οι φασιστικές πολιτοφυλακές είναι επιφορτισμένες με την εσωτερική τάξη και την υπεράσπιση του φασιστικού καθεστώτος, αυτό το καθήκον περνά όλο και περισσότερο στους καραμπινιέρους, οι οποίοι υπάγονται στον στρατό και διοικούνται από στρατηγό του στρατού.
Παράλληλα με αυτή την εξέλιξη ο στρατός αποκτά όλο και πιο κυρίαρχη θέση στο καθεστώς, ιδίως μετά τη νίκη στην Αιθιοπία του στρατηγού Μπαντόλιο, ο οποίος προάγεται σε στρατάρχη. «Ο στρατός», έγραφε η εφημερίδα Giornale d’ Italia, «γίνεται, με τη θέληση του φασισμού, η νέα αριστοκρατία του έθνους.»9 Βέβαια ο ίδιος ο στρατός υφίσταται διαδικασία φασιστικοποίησης. Από το 1934 σε όλες τις σχολές αξιωματικών και υπαξιωματικών γίνονται μαθήματα «φασιστικής παιδείας», ενώ διάφορα μέτρα διευκολύνουν την είσοδο των αξιωματικών στο φασιστικό κόμμα.
Οι μελανοχίτωνες πληβείοι υπήρξαν οι αντεπαναστατικές συμμορίες που με τη βία τους αποδυνάμωσαν το εργατικό κίνημα και αποτέλεσαν τη δύναμη κρούσης που συνέβαλε στην άνοδο του φασισμού στην εξουσία. Όμως η φασιστική «επανάσταση» δεν έφερε στην πολιτική εξουσία τα πληβειακά στοιχεία.
Παρουσιάζοντας κάπως μονομερώς αυτή τη διαδικασία, ο Στάνλεϊ Πέιν γράφει ότι με εξαίρεση τα ανώτερα κλιμάκια του κράτους που επανδρώθηκαν από ηγετικά στελέχη του φασιστικού κόμματος, «ο δικαστικός και διοικητικός μηχανισμός της ιταλικής κυβέρνησης παρέμεινε άθικτος. (…) Η επίσημη θέση του καθεστώτος του Μουσολίνι ήταν ότι μέλη του φασιστικού κόμματος δεν ήταν ανάγκη να κατέχουν τις κυβερνητικές και γραφειοκρατικές θέσεις, αλλά ότι το πνεύμα και η πολιτική της κυβέρνησης, καθώς και φυσικά οι υπάρχοντες γραφειοκράτες της, απλά θα φασιστικοποιούνταν (fascistizzato) και θα ακολουθούσαν τα δόγματα του κόμματος.»10
Εδώ ας κάνουμε μια μικρή αναφορά στην ταξική σύνθεση του ιταλικού φασιστικού κόμματος, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα, γιατί έχει προβληθεί ακόμη και η άποψη ότι τα φασιστικά κινήματα πάτησαν στην εργατική τάξη και στους προερχόμενους από αυτή ανέργους. Το 1927 το 75% των μελών του ιταλικού φασιστικού κόμματος προέρχονταν από τη μικροαστική και τη μεσοαστική τάξη, το 15% από την εργατική τάξη (ενώ το ποσοστό της εργατικής τάξης στον πληθυσμό ανερχόταν σε 41,5%) και το 10% από την ελίτ. Όσον αφορά την ηγεσία του, το 80% των μελών της προερχόταν από τα μεσαία στρώματα.

Καταστολή και υπερεκμετάλλευση της εργατικής τάξης
Υπό το φασιστικό καθεστώς η τάξη των καπιταλιστών διατήρησε την αυτονομία της. Τώρα χάρη στην καταστολή, στην αστυνόμευση της δημόσιας ζωής, στη διάλυση όλων των εργατικών οργανώσεων, στην απαγόρευση των απεργιών, οι καπιταλιστές εξασφάλιζαν όρους πειθάρχησης και υπερεκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Επιπλέον, η ιμπεριαλιστική πολιτική και οι κατακτητικοί πόλεμοι του μουσολινικού καθεστώτος ικανοποιούσαν τις επιδιώξεις της ιταλικής αστικής τάξης για αποικιακές κατακτήσεις.
Τον Αύγουστο του 1923 το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο καλεί την Confindustria, τη συνομοσπονδία των βιομηχάνων, να έρθει σε μόνιμη σχέση με τα φασιστικά συνδικάτα. Τον Δεκέμβριο του 1923 συνάπτεται η λεγόμενη συμφωνία του Ανακτόρου Σίγκι, με την οποία η Confindustria αναγνωρίζει επισήμως τα φασιστικά συνδικάτα, με τα οποία συγκροτεί μόνιμη κοινή επιτροπή με στόχο την «εναρμόνιση» της πολιτικής τους. Όμως παρά την πίεση και τη φασιστική τρομοκρατία οι εργάτες αντιστέκονται και η πρόοδος των φασιστικών συνδικάτων είναι μικρή. Θα χρειαστεί η επιβολή της ολοκληρωτικής δικτατορίας του φασισμού το 1925 για να επιτευχθεί η πλήρης διάλυση των εργατικών συνδικάτων. Στις 2 Οκτωβρίου 1925 με τη λεγόμενη συμφωνία του Ανακτόρου Βιντόνι η Confindustria αναγνωρίζει στα φασιστικά συνδικάτα το αποκλειστικό μονοπώλιο. Στο εξής η εργοδοσία παρακρατεί από τους μισθούς των εργαζομένων τις «συνδικαλιστικές εισφορές» για τα φασιστικά συνδικάτα, ενώ η περιουσία των εργατικών συνδικάτων κατάσχεται και μεταβιβάζεται στα φασιστικά συνδικάτα.
Στην πραγματικότητα τα φασιστικά συνδικάτα δεν είναι παρά όργανα διοίκησης του κράτους. Σε ομιλία του στις 11 Μαρτίου 1926 ο Μουσολίνι δηλώνει: «Ο φασιστικός συνδικαλισμός είναι ένα ισχυρό μαζικό κίνημα, πλήρως ελεγχόμενο από τον φασισμό και την κυβέρνηση, ένα μαζικό κίνημα που υπακούει.»11 Τα φασιστικά συνδικάτα είναι όργανα πολιτικής πειθαρχίας για την επιβολή στους εργαζομένους των συνθηκών εργασίας και των μισθών που ορίζει η εργοδοσία.
Οι κορπορατίστικοι θεσμοί τους οποίους επιβάλλει το φασιστικό κράτος στο όνομα της «ενότητας του έθνους» δεν είναι παρά μέσα μετατροπής της θέλησης της εργοδοσίας σε αποφάσεις της «διαιτησίας» του φασιστικού κράτους. Ο Μουσολίνι δηλώνει στον πρόεδρο της Confindustria: «Διαβεβαιώνω τον κ. Μπένι ότι όσο είμαι στην εξουσία, οι εργοδότες δεν έχουν να φοβούνται τίποτα από το δικαστήριο εργατικής διαιτησίας.»12 Το δικαστήριο εργατικής διαιτησίας καθιερώθηκε το 1926.
Οι καπιταλιστές διαθέτουν πλέον ένα ισχυρό κράτος, που με μια σειρά οικονομικά και κοινωνικά μέτρα θα εξασφαλίσει τα κέρδη τους και τη διεύρυνσή τους. Χάρη στις συνθήκες τις οποίες επιβάλλει το φασιστικό κράτος, με τη διάλυση και τις διώξεις εις βάρος των εργατικών οργανώσεων,  την απαγόρευση των απεργιών, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, την αποκατάσταση του εργοδοτικού απολυταρχισμού στο εσωτερικό της επιχείρησης, είναι δυνατή η σφαγή των μισθών. Το φασιστικό κράτος χρησιμοποιεί τα μέσα που έχει στη διάθεσή του για να εμποδίζει οποιαδήποτε ανεξάρτητη οργάνωση στο εσωτερικό των εργατικών μαζών. Τα φασιστικά συνδικάτα δεν είναι παρά οργανώσεις αστυνομικής επιτήρησης των εργατών. Στο εξής η πάλη εναντίον της εργοδοσίας θεωρείται πάλη εναντίον του κράτους, η θέληση των εργοδοτών μετατρέπεται σε αποφάσεις της φασιστικής εξουσίας οι οποίες επιβάλλονται στους εργάτες με τα μέσα της αστυνομικής δικτατορίας.
Οι εργάτες που αρνούνται να εφαρμόσουν τις αποφάσεις της «διαιτησίας» τιμωρούνται με φυλάκιση ενός μηνός έως ενός έτους και με πρόστιμο 100 έως 10.000 λιρέτες. Η απεργία θεωρείται έγκλημα «εναντίον της κοινωνικής συλλογικότητας» και τιμωρείται με φυλάκιση έως τριών ετών, ενώ οι υποκινητές υπόκεινται σε ποινές φυλάκισης μέχρι επτά ετών.
Το κράτος επικυρώνει τους μισθούς που πληρώνουν οι εργοδότες στους μισθωτούς τους. Το υπουργείο των Συντεχνιών στη Ρώμη συντάσσει με βάση τις οδηγίες της εργοδοσίας «συμβάσεις», τις οποίες στη συνέχεια υπογράφουν οι διορισμένοι ηγέτες των φασιστικών συνδικάτων. Εδώ ας σημειώσουμε ότι διάταγμα της 22ης Νοεμβρίου 1928 διαλύει τη φασιστική συνομοσπονδία και καθιερώνει 13 ομοσπονδίες βιομηχανικών κλάδων.
Διάταγμα της 30ης Ιουνίου 1934 επαναφέρει το βιβλιάριο εργασίας, στο οποίο οι αρχές σημειώνουν αν η συμπεριφορά του κατόχου του είναι «ικανοποιητική από εθνική άποψη» και ο εργοδότης υποδεικνύει σε περίπτωση απόλυσης αν ο εργαζόμενος είναι «άξιος εμπιστοσύνης» ή όχι. Από τον Ιανουάριο του 1936 το βιβλιάριο περιλαμβάνει όλες τις μορφές δραστηριότητας του πολίτη από την ηλικία των 11 έως 32 ετών και αποτελεί απαραίτητο έγγραφο για να μπορεί κάποιος να βρει δουλειά.
Νόμος της 16ης Αυγούστου 1935 υποτάσσει το προσωπικό των εργοστασίων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την πολεμική βιομηχανία σε στρατιωτική πειθαρχία. Όποιος δεν πηγαίνει στη δουλειά για πάνω από πέντε ημέρες θεωρείται λιποτάκτης και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης δύο έως εννιά ετών. Κάθε παραβίαση της πειθαρχίας εντός του εργοστασίου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης από έξι μήνες έως εννιά χρόνια. Το 1938 580.000 μισθωτοί που δουλεύουν σε επιχειρήσεις οι οποίες «εργάζονται για την εθνική άμυνα» υπόκεινται σε αυτόν τον νόμο.
Σύμφωνα με στοιχεία του ίδιου του ιταλικού τύπου της εποχής, οι ονομαστικοί μισθοί μειώθηκαν κατά το ήμισυ την περίοδο 1927-1932.13 Το 1935 οι μισθοί σπάνια φθάνουν τους μισθούς πριν από το 1914. Ακόμη και σε αυτούς τους ισχνούς μισθούς επιβάλλονται ποικίλες κρατήσεις εκτός από τους φόρους: υποχρεωτική εισφορά για τα φασιστικά συνδικάτα, κρατήσεις για τη βοήθεια στους ανέργους, εισφορά για το φασιστικό κόμμα, για το Dopolavoro (Μετά την Εργασία, δηλαδή για την αναψυχή των εργατών).
Τον Νοέμβριο του 1934 υπογράφεται συμφωνία ανάμεσα στην Confindustria και τα φασιστικά συνδικάτα βάσει της οποίας οι εργοδότες μπορούν να απολύουν νέους και γυναίκες και στη θέση τους να προσλαμβάνουν ενηλίκους άρρενες πληρώνοντάς τους τους μισθούς πείνας τους οποίους έδιναν προηγουμένως στους νέους και στις γυναίκες. Σε ορισμένες βιομηχανίες καθιερώνεται η εκ περιτροπής εργασία με αντίστοιχη μείωση των αμοιβών. Επιπλέον οι άνεργοι που απασχολούνται σε δημόσια έργα πληρώνονται μισθούς πείνας. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν στην μείωση του κόστους του εργατικού δυναμικού για το κεφάλαιο. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε την αύξηση του ρυθμού εργασίας και των ωρών εργασίας, κυρίως στην πολεμική βιομηχανία, χωρίς αντίστοιχη αύξηση μισθών.

Οι καπιταλιστές διατηρούν την αυτονομία τους υπό το φασιστικό καθεστώς
Το όνειρο των πληβείων φασιστών συνδικαλιστών υπό την ηγεσία του Ροσόνι (οι οποίοι θα εκκαθαριστούν από το φασιστικό καθεστώς με το διάταγμα του 1928 που διαλύει τη φασιστική συνδικαλιστική συνομοσπονδία) για την κορπορατίστικη οργάνωση της ιταλικής κοινωνίας με μικτές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Η τάξη των καπιταλιστών θέλει να χρησιμοποιήσει το φασιστικό κίνημα για τα συμφέροντά της, αλλά με κανέναν τρόπο δεν είναι διατεθειμένη να χάσει την αυτονομία της. Μπροστά στην άρνηση των βιομηχάνων και των μεγάλων γαιοκτημόνων ο Μουσολίνι περνά από το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο απόφαση που καταδικάζει τα μικτά συνδικάτα. Ο Αλφρέντο Ρόκο, υπουργός Δικαιοσύνης του φασιστικού καθεστώτος από το 1925 έως το 1932 γράφει: «Κατανοούμε ότι η ιδέα μιας ενιαίας οργάνωσης, μιας ενιαίας πειθαρχίας της εργασίας και της παραγωγής θα τρόμαζε τους εργοδότες, αν η κορπορατίστικη οργάνωση συγκροτούνταν έξω από το κράτος, σε καθεστώς ελευθερίας γεμάτο κινδύνους.»14 Με άλλα λόγια, το φασιστικό καθεστώς είναι εδώ για να προστατεύει τους εργοδότες από τους «κινδύνους» της ελευθερίας.
Ο νόμος της 3ης Απριλίου 1926 (ο οποίος συμπληρώνεται με τον κανονισμό της 1ης Ιουλίου 1926) για τη συντεχνιακή οργάνωση (κορπορατισμός) ορίζει: «Οι ενώσεις των εργοδοτών και οι ενώσεις των εργατών μπορούν να συνενωθούν μέσω κεντρικών οργάνων σύνδεσης σε μια κοινή ανώτερη ιεραρχία. (…) Οι οργανώσεις οι οποίες συνδέονται με αυτόν τον τρόπο αποτελούν μια συντεχνία.» (άρθρο 3). Όμως αυτές οι συντεχνίες υπάρχουν μόνο στην κορυφή, σε εθνικό επίπεδο. Ο ίδιος νόμος διαφυλάσσει προσεκτικά την αυτονομία των εργοδοτικών οργανώσεων, αφού το άρθρο 3 ορίζει ότι μένει «άθικτη η διακριτή εκπροσώπηση των εργοδοτών και των εργατών». Επιπλέον όχι μόνο οι συντεχνίες δεν απορροφούν το κράτος, όπως ονειρεύονταν οι πληβείοι φασίστες, αλλά αντίθετα με βάση τον νόμο: «Η συντεχνία δεν έχει νομική προσωπικότητα, αλλά αποτελεί διοικητικό όργανο του κράτους.»
Η Χάρτα Εργασίας του επόμενου έτους δείχνει ξεκάθαρα το πραγματικό περιεχόμενο της «συντεχνιακής» οργάνωσης: «Ο εργαζόμενος είναι δραστήριος συνεργάτης της οικονομικής επιχείρησης», της οποίας όμως «η διεύθυνση, καθώς και η ευθύνη ανήκουν στον εργοδότη». Οι καπιταλιστές, αφού χάρη στη φασιστική εξουσία απαλλάχθηκαν από τις ελευθερίες του κοινοβουλευτικού καθεστώτος θυσιάζοντας το παλιό πολιτικό προσωπικό τους, από τα εργατικά κόμματα και τα συνδικάτα, τις εργοστασιακές επιτροπές και τις απεργίες, μπορούν χάρη στην ολοκληρωτική αστυνομική δικτατορία να είναι απόλυτοι αφέντες στην επιχείρησή τους.
Η ίδια λογική διέπει τους θεσμούς οργάνωσης του «συντεχνιακού κράτους». Τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου των Συντεχνιών ορίζονται από τον δικτάτορα. Παρόμοια όσον αφορά τη Βουλή των Συντεχνιών: τα μέλη της επιλέγονται από το φασιστικό καθεστώς στη βάση ενός καταλόγου που παρουσιάζουν τα φασιστικά συνδικάτα. Στο επίπεδο των 22 συντεχνιών που συγκροτούνται πειθήνιοι υπάλληλοι της φασιστικής δικτατορίας, μετά την εκκαθάριση των πληβείων φασιστών, υποτίθεται ότι εκπροσωπούν τους εργαζομένους πλάι στους εκπροσώπους της εργοδοσίας. Εξάλλου σε κάθε περίπτωση συμμετέχουν και τρεις επίσημοι εκπρόσωποι του φασιστικού κράτους για την απίθανη περίπτωση δημαγωγικής στάσης των «εκπροσώπων» των εργαζομένων.


Ναζισμός και μεγάλο κεφάλαιο
Και στην περίπτωση της Γερμανίας το αστικό πολιτικό κατεστημένο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και το μεγάλο κεφάλαιο είναι συνένοχοι για την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία.
Η ανάπτυξη του ναζιστικού κινήματος δέχεται αποφασιστική ώθηση στο έδαφος της βαθιάς κρίσης της γερμανικής οικονομίας, η οποία είχε αρχίσει να εκδηλώνεται και πριν από το κραχ της Γουόλ Στριτ τον Οκτώβριο του 1929.
Το σχέδιο Γιανγκ (από το όνομα του Αμερικανού τραπεζίτη ο οποίος προεδρεύει της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων) για τις πολεμικές αποζημιώσεις της Γερμανίας, που εγκρίνεται τον Ιούνιο του 1929, προσφέρει μια ευκαιρία για την προπαγάνδα των ναζιστών, αλλά και για να συνάψουν δεσμούς με τομείς του μεγάλου κεφαλαίου. Ο Άλφρεντ Χούγκενμπεργκ, ηγέτης του DNVP (Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα), του κύριου εθνικιστικού κόμματος στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, και βαρόνος καπιταλιστής στον χώρο του τύπου, οργανώνει την «Επιτροπή για το αίτημα του γερμανικού λαού» με στόχο την απόρριψη του σχεδίου Γιανγκ. Ο Χίτλερ θα συμμετάσχει σε αυτή την επιτροπή συντροφιά με μεγιστάνες της βιομηχανίας, όπως ο Φριτς Τύσεν. Επωφελείται από τη δωρεάν δημοσιότητα την οποία του προσφέρουν τα έντυπα του Χούγκενμπεργκ και αποκτά επαφές με πηγές χρηματοδότησης. Αυτό θα αντανακλαστεί στο συλλαλητήριο του ναζιστικού κόμματος τον Αύγουστο του 1929 στη Νυρεμβέργη. Τριάντα πέντε ειδικά τρένα μεταφέρουν 25.000 άνδρες των SA και των SS στη Νυρεμβέργη, ενώ στη συγκέντρωση συμμετέχουν μεταξύ άλλων ο Τέοντορ Ντουέστερμπεργκ, αναπληρωτής ηγέτης των Χαλυβδόκρανων, και ο μεγαλοβιομήχανος του Ρουρ Έμιλ Κίρντοφ, αφεντικό του ισχυρού κονσόρτσιουμ της μεταλλουργίας Gelsenkirchen.
Την περίοδο 1924-1929 η γερμανική βιομηχανία αναδιοργανώνεται με τη βοήθεια αμερικανικών δανείων και ξένων επενδύσεων. Χάρη στα αμερικανικά δάνεια, η γερμανική βιομηχανία αυξάνει κατά ένα τρίτο την παραγωγική ικανότητά της. Ήδη ο εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας οδηγεί στην αύξηση της τεχνικής ανεργίας. Η εντεινόμενη καρτελοποίηση επιτρέπει στα μονοπώλια να αυξάνουν αυθαίρετα τις τιμές πώλησης υπονομεύοντας την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Οι μεγιστάνες της βιομηχανίας στοχεύουν κυρίως στη διεθνή αγορά.
Όμως ενώ ετοιμάζονται για την κατάκτηση των διεθνών αγορών, ξεσπά η παγκόσμια οικονομική κρίση. Ο δείκτης παραγωγής από 101,4 το 1929 (με δείκτη 100 το 1928) πέφτει στο 60 στα τέλη του 1931. Τον Φεβρουάριο του 1931 ο αριθμός των ανέργων ξεπερνά τα 4 εκατομμύρια.15 Η βιομηχανική κρίση συνοδεύεται από ανάλογη κρίση του τραπεζικού συστήματος και την απαρχή χρεωκοπιών τραπεζών. Η άνοδος των προεξοφλητικών επιτοκίων παραλύει τη γερμανική οικονομία.
Οι μεγιστάνες του κεφαλαίου θίγονται ιδιαιτέρως από αυτή την καταστροφή. Μόνο η βοήθεια του ισχυρού κράτους μπορεί να ξαναβάλει μπροστά τον μηχανισμό αναπαραγωγής του κεφαλαίου και αναγέννησης των κερδών τους. Για να το πετύχουν θα πρέπει να συντριβούν οι μισθοί και οι εργατικές κατακτήσεις, να διαλυθούν οι πολιτικές και συνδικαλιστικές εργατικές οργανώσεις. Θα πρέπει να καταργηθούν οι «κοινωνικές δαπάνες». Το κράτος θα πρέπει να στηρίξει οικονομικά τις επιχειρήσεις, να ξαναβάλει μπροστά την παραγωγή τους μέσω κρατικών παραγγελιών. Η κρίση θίγει και τη γεωργία και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες απαιτούν και αυτοί τη συνδρομή του κράτους για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Aυτό είναι το υπόβαθρο της απόφασης των μεγιστάνων της βιομηχανίας και των τραπεζών να στηρίξουν το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ και τελικά να το ωθήσουν στην εξουσία.

Ενίσχυση των τάσεων για ισχυρό κράτος και προεδρική δημοκρατία στη Γερμανία
Η κρίση προκαλεί τη ριζοσπαστικοποίηση του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά και προς τα αριστερά. Ήδη στις εκλογές του 1928 είχε καταγραφεί αύξηση των ψήφων για τη σοσιαλδημοκρατία και το Κομμουνιστικό Κόμμα, με αντίστοιχη αποδυνάμωση των δεξιών και κεντρώων κομμάτων.
Από το 1930 το αστικό πολιτικό κατεστημένο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ανοίγει τον δρόμο για την κατάλυση του κοινοβουλευτισμού και την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία. Στις 27 Μαρτίου 1930 πέφτει ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Μύλερ. Το επίμαχο ζήτημα που οδηγεί στην πτώση του είναι το ζήτημα της αύξησης των εισφορών των εργαζομένων για την ασφάλιση κατά της ανεργίας. O κυβερνητικός εταίρος του SPD, το DVP (Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα), με στενούς δεσμούς με τις μεγάλες επιχειρήσεις, ανήσυχο από την εργατική αναταραχή στις συνθήκες της αυξανόμενης ανεργίας, εξαπολύει γενική επίθεση ενάντια στο «κράτος πρόνοιας» της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Η τάση προς το «ισχυρό κράτος» είχε μπει ήδη σε κίνηση. Στις 30 Μαρτίου 1930 ο στρατάρχης φον Χίντενμπουργκ, πρόεδρος της Δημοκρατίας από το 1925, διορίζει καγκελάριο τον Μπρύνινγκ, κοινοβουλευτικό ηγέτη του καθολικού κόμματος Zentrum (Κέντρο). Εγκαινιάζεται η άσκηση της εξουσίας μέσω προεδρικών διαταγμάτων. Όταν ένα τέτοιο διάταγμα για την περικοπή των δημόσιων δαπανών απορρίπτεται από το Ράιχσταγκ, ο Μπρύνινγκ πετυχαίνει μέσω του προέδρου τη διάλυση του Ράιχσταγκ και την προκήρυξη εκλογών στις 14 Σεπτεμβρίου 1930.
Η κατάσταση είναι ευνοϊκή για το ναζιστικό κόμμα. Στο έδαφος του βαθέματος της κρίσης κατεστραμμένα μικροαστικά στρώματα, αγρότες, ντεκλασέ στοιχεία θεωρούν ότι η δημοκρατία τους πρόδωσε και το σύστημα πρέπει να καταργηθεί και επανδρώνουν τις οργανώσεις του ναζιστικού κόμματος. Στην προεκλογική εκστρατεία του Χίτλερ κυριαρχούν το θέμα της ανάγκης «ζωτικού χώρου» για τη Γερμανία έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού στην αγορά και η επίθεση ενάντια στην κοινοβουλευτική και κομματική δημοκρατία που διαιρεί τον λαό, κατάσταση την οποία μόνο το ναζιστικό κόμμα μπορεί να υπερβεί δημιουργώντας μια καινούργια ενότητα του Volk (λαού). H προεκλογική καμπάνια του ναζιστικού κόμματος, χάρη και στα τεράστια υλικά μέσα που του παρέχουν οι καπιταλιστές, στέφεται με την εκλογή 107 ναζιστών βουλευτών στο Ράιχσταγκ (18,25% των ψήφων έναντι 2,6% στις εκλογές του 1928). Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου αυξάνονται τα μέλη του ναζιστικού κόμματος. «Η προτεσταντική μεσαία τάξη ήταν, όπως και ανάμεσα στους ψηφοφόρους, αυτή που υπερτερούσε αριθμητικά.»16
Oι μεγάλοι χαμένοι των εκλογών είναι τα αστικά κόμματα της δεξιάς και του κέντρου. Το DNVP έπεσε στο 7% σε φθίνουσα πορεία από το 20,4% των ψήφων το 1924, το DVP έπεσε στο 4,7% από 10,1%. Ένας στους τρεις ψηφοφόρους του DNVP και ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους των φιλελεύθερων κομμάτων έχουν ψηφίσει τους ναζιστές.17 Η εκλογική βάση των εργατικών κομμάτων, του SPD και του KPD (που γνωρίζει άνοδο στο 13,1% των ψήφων), είναι η μόνη που αντιστέκεται στην πίεση των ναζιστών, και σε μικρότερο βαθμό εκείνη του καθολικού κόμματος του Κέντρου, που γνωρίζει μικρές απώλειες.
H εκλογική επιτυχία των ναζιστών διευρύνει το ενδιαφέρον της επιχειρηματικής κοινότητας. Από τα τέλη του 1930 οι συναντήσεις του Χίτλερ με μεγάλους επιχειρηματίες πολλαπλασιάζονται. Μέσω του Κίρντοφ συναντιέται με βιομηχάνους του Ρουρ, ενώ ο Βάλτερ Φουνκ, εκδότης της οικονομικής εφημερίδας Berliner Börsen-Zeitung, κανονίζει συναντήσεις με ηγέτες του χώρου των επιχειρήσεων, «στις οποίες συγκεντρώθηκαν αρκετά χρήματα για την αντιμετώπιση ενός υποτιθέμενου πραξικοπήματος της Αριστεράς.»18
Στο Ράιχσταγκ που προκύπτει από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1930 το SPD παραμένει το ισχυρότερο κόμμα. Όμως η σοσιαλδημοκρατία στο όνομα του «μικρότερου κακού» επιλέγει να στηρίξει τη συνέχιση της διακυβέρνησης Μπρύνινγκ. Η Τolerierungspolitik (πολιτική της ανοχής) επικυρώνεται από το συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στη Λειψία (31 Μαΐου-5 Ιουνίου 1931), το οποίο τάσσεται υπέρ της υποστήριξης του Μπρύνινγκ «για όσο καιρό είναι αποφασισμένος να απωθεί τις φασιστικές βλέψεις και είναι σε θέση να το κάνει».
Αρχίζει  η περίοδος της αποκαλούμενης προεδρικής δημοκρατίας, μιας και η εξουσία ασκείται στη βάση προεδρικών διαταγμάτων χωρίς την έγκριση της βουλής σύμφωνα με το άρθρο 48 του συντάγματος της Βαϊμάρης. Οι εργασίες της βουλής αναστέλλονται για ένα εξάμηνο, καταργώντας ακόμη και τα υπολείμματα του κοινοβουλευτικού ελέγχου που διατηρούνταν.
Ενώ η ανεργία αυξάνεται, διάταγμα του Δεκεμβρίου 1930 και ο προϋπολογισμός του 1931 επιβάλλουν δραστικές περικοπές στη βοήθεια προς τους ανέργους. Ταυτοχρόνως η κυβέρνηση παραχωρεί φοροαπαλλαγές στη βιομηχανία και επιδοτεί επιχειρήσεις. Οι καπιταλιστές αξιοποιώντας τις στρατιές των ανέργων επιβάλλουν μειώσεις μισθών. Οι εργατικές κινητοποιήσεις αντιμετωπίζουν τη βία της αστυνομίας και των SA (Oμάδες Εφόδου) των ναζιστών.
Η χρεωκοπία της Danatbank, μιας από τις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες της Γερμανίας, και της Dresner Bank σηματοδοτούν μια νέα φάση της κρίσης. Το κράτος στηρίζει με μισό δισεκατομμύριο Reichmark το τραπεζικό σύστημα. Μέσω της στήριξης των τραπεζών το κράτος στηρίζει τη μεγάλη βιομηχανία, που έχει πιεστική ανάγκη από πιστώσεις. Το 1932 οι τράπεζες κατέχουν τα δύο τρίτα του μετοχικού κεφαλαίου των βιομηχανικών επιχειρήσεων έναντι του 50% το 1913.
Η Deutsche Eisen- und Stahlindustrie, επιθεώρηση των βιομηχάνων της σιδηροβιομηχανίας, που αντιμετωπίζουν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, γράφει: «Η κατάσταση συνεπάγεται για το κράτος την ηθική υποχρέωση να παρέμβει και να δεσμεύσει δημόσια κονδύλια.»19 Η κυβέρνηση Μπρύνινγκ με δημόσια κονδύλια επιδοτεί σιδηροβιομηχανίες «κοινωνικοποιώντας» με αυτόν τον τρόπο τις ζημιές τους. Το ίδιο διάστημα μέρος αυτών των βιομηχάνων χρηματοδοτούν το ναζιστικό κόμμα.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1931 η Reichsverband der deutschen Industrie, η ένωση των Γερμανών βιομηχάνων, απευθύνει τελεσίγραφο στον Μπρύνινγκ με το οποίο απαιτεί νέα μείωση των μισθών, μείωση των κοινωνικών δαπανών, νέες φοροαπαλλαγές για το κεφάλαιο. Στις 9 Οκτωβρίου ο Μπρύνινγκ προχωρά σε κυβερνητικό ανασχηματισμό αναθέτοντας το υπουργείο Οικονομικών στον Βάρμπολντ, αφεντικό της IG Farben, και το υπουργείο Εσωτερικών στον στρατηγό Γκρένερ, ήδη υπουργό της Reichswehr.
Το DNVP και οι Χαλυβδόκρανοι ανανεώνουν τη συμμαχία τους με τον Χίτλερ συγκροτώντας την Εθνική Αντιπολίτευση. Στη συγκέντρωση της Εθνικής Αντιπολίτευσης στο Bad Harzburg τον Οκτώβριο του 1931 κάνει αίσθηση η παρουσία του Σαχτ, ο οποίος τον Μάρτιο του 1930 είχε παραιτηθεί από τη θέση του προέδρου της Reichsbank διαμαρτυρόμενος για την εφαρμογή του Σχεδίου Γιανγκ. Ο Σαχτ ήταν ιδρυτικό στέλεχος του φιλελεύθερου DDP (Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα), αλλά από τον Δεκέμβριο του 1930 έχει εκφράσει δημοσίως τον θαυμασμό του για το NSDAP. Στη συγκέντρωση συμμετέχουν επίσης η Διοικούσα Επιτροπή της Reichslandbund, της σημαντικότερης ένωσης των μεγάλων γαιοκτημόνων, μεγιστάνες της βιομηχανίας όπως ο Φριτς Τύσεν, ο Πένσγκεν της Vereinigte Stahlwerke, ο Μπλομ των ναυπηγείων Blohm & Voss του Αμβούργου.
Οι σχέσεις του Χίτλερ με τα επιχειρηματικά περιβάλλοντα εντείνονται. Στις 27 Ιανουαρίου 1932 στη Λέσχη της Βιομηχανίας του Ντύσελντορφ σε ακροατήριο 300 επιχειρηματιών ο Χίτλερ πρότεινε στους συνομιλητές του μια απολυταρχική κυβέρνηση που θα συνέτριβε τους κομμουνιστές και θα απαιτούσε «ένα μεγάλο ζωτικό χώρο με μεγάλη εσωτερική αγορά και την προστασία της οικονομίας στο εξωτερικό χάρη στη συγκεντροποίηση της γερμανικής δύναμης».20 Στις 30 Οκτωβρίου 1931 στο Bond-Club της Νέας Υόρκης ο Ζήμενς, το αφεντικό της κραταιάς μέχρι σήμερα Siemens, υπογράμμιζε μπροστά στους Αμερικανούς βιομηχάνους και τραπεζίτες τη σημασία του ναζιστικού κόμματος «του οποίου ο κύριος στόχος ήταν ο αγώνας εναντίον του σοσιαλισμού και της λογικής κατάληξής του, του κομμουνισμού» και αντιπαρέθετε την πολιτική σεβασμού της νομιμότητας από τη μεριά του Χίτλερ στην απειλή κομμουνιστικής επανάστασης.21
Η θητεία του προέδρου Χίντενμπουργκ έληγε στις αρχές του 1932. Στις προεδρικές εκλογές τον Μάρτιο του 1932 η σοσιαλδημοκρατία, πάντα στο όνομα του μικρότερου κακού, στηρίζει τον Χίντενμπουργκ. Στον πρώτο γύρο των εκλογών ο Χίντενμπουργκ θα κερδίσει το 49,6% των ψήφων, ο Χίτλερ το 30,1%, ο Ταίλμαν, ο υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος το 13,2%. Στον δεύτερο γύρο ο Χίντεμπουργκ επανεκλέγεται με το 53% των ψήφων, αλλά ο Χίτλερ κερδίζει άλλα δύο εκατομμύρια ψήφους (36,8%).
Στα παρασκήνια προετοιμάζεται η απομάκρυνση της κυβέρνησης Μπρύνινγκ. Στις 6 Μαΐου 1932 ο Βάρμπολντ, εκπρόσωπος της μεγάλης βιομηχανίας στην κυβέρνηση, παραιτείται, ενέργεια που δείχνει ότι η κυβέρνηση Μπρύνινγκ έχει χάσει μέρος της υποστήριξης του επιχειρηματικού κόσμου. Σε μερικές εβδομάδες ο Βάρμπολντ θα επανέλθει στη νέα κυβέρνηση φον Πάπεν. Γεγονός αποκαλυπτικό της συμμετοχής των βιομηχάνων στις πολιτικές αλλαγές την άνοιξη του 1932. O Σλάιχερ είναι ήδη σε επαφή με τον Χίτλερ. Στις 8 Μαΐου ο Γκαίμπελς σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Ο Μπρύνινγκ θα πέσει σε μερικές ημέρες». Στις 24 Μαΐου σημειώνει στο ημερολόγιό του το όνομα του νέου καγκελάριου: φον Πάπεν.22 Αυτές οι επαφές δείχνουν ότι οι πολιτικοί σχηματισμοί και οι άνδρες στην εξουσία αντιμετωπίζουν το ναζιστικό κόμμα σαν ένα κόμμα όπως όλα τα άλλα. Και όμως το 1932 είναι χρονιά έξαρσης της βίας των SA και των SS.
Στις 29 Μαΐου ο Χίντενμπουργκ θέτει τους όρους του στον Μπρύνινγκ: διάλυση του Ράιχσταγκ, άρση της απαγόρευσης των SA, εγκατάλειψη των σχεδίων του Μπρύνινγκ για εποικισμό με αγρότες μεγάλων υποθηκευμένων αγροκτημάτων. Έχοντας απωλέσει την εμπιστοσύνη του προέδρου, ο Μπρύνινγκ, που η κυβέρνησή του στηριζόταν στις προεδρικές εξουσίες, δεν έχει άλλη δυνατότητα παρά να υποβάλει την παραίτησή του στις 30 Μαΐου.
Νέος καγκελάριος ορίζεται ο φον Πάπεν, αξιωματικός και βουλευτής από παλιά του καθολικού κόμματος του Κέντρου, ανήκοντας στη δεξιά πτέρυγά του. Στη νέα κυβέρνηση ο Βάρμπολντ κατέχει όχι μόνο το υπουργείο Οικονομίας αλλά και το υπουργείο Εργασίας, ενώ ο στρατηγός Σλάιχερ κατέχει το υπουργείο της Reichswehr. Στις 17 Ιουνίου αίρεται η απαγόρευση των SA. Ήδη στις 30 Μαΐου στη συνάντησή του με τον Χίντενμπουργκ ο Χίτλερ είχε θέσει δύο όρους για να αποδεχθεί τη νέα κυβέρνηση: άρση της απαγόρευσης των SA και διάλυση του Ράιχσταγκ. Ο φον Πάπεν, προετοιμάζοντας νέα μέτρα κατά των κοινωνικών επιδομάτων σε μια χώρα που αριθμεί έξι εκατομμύρια ανέργους, κατηγορεί τις προηγούμενες κυβερνήσεις ότι «μετέτρεψαν το κράτος σε φιλανθρωπικό ίδρυμα και έτσι αποδυνάμωσαν τις ηθικές δυνάμεις του έθνους».23 Την επαύριον της συγκρότησής της η νέα κυβέρνηση φον Πάπεν ανακοινώνει στις 4 Ιουνίου τη διάλυση του Ράιχσταγκ και εκλογές στις 31 Ιουλίου.
Στις 20 Ιουλίου 1932 καθαιρείται πραξικοπηματικά η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας και ο φον Πάπεν ορίζεται Επίτροπος του Ράιχ για την Πρωσία.
Στις εκλογές της 31ης Ιουλίου 1932 οι εθνικοσοσιαλιστές αναδεικνύονται στο πρώτο κόμμα στο Ράιχσταγκ, με δεύτερο κόμμα το SPD. Τα κέρδη των ναζιστών πραγματοποιούνται εις βάρος των παραδοσιακών κομμάτων της δεξιάς και των διαφόρων σχηματισμών του κέντρου, οι οποίοι ουσιαστικά εξαφανίζονται από τον πολιτικό χάρτη. Το μόνο αστικό κόμμα που διατηρεί την εκλογική δύναμή του είναι το κόμμα του Κέντρου. Οι ψήφοι της αριστεράς διατηρούνται σταθεροί και συνεχίζεται η μετατόπιση από τη σοσιαλδημοκρατία στο Κομμουνιστικό Κόμμα (5.370.000 ψήφοι για το KPD και 7.960.000 για το SPD). Υπάρχει μια σχετική ισορροπία ανάμεσα στο 37,7% για τους εθνικοσοσιαλιστές και στο 35,9% για το KPD και το SPD μαζί.
Οι εκλογικές επιτυχίες των ναζιστών συνοδεύονται από την ενίσχυση της ναζιστικής τρομοκρατίας, κυρίως μετά την άρση της απαγόρευσης των SA από τον φον Πάπεν. Οι επιδρομές των SA στις κόκκινες γειτονιές αφήνουν πάντα πίσω τους νεκρούς και τραυματίες. Τώρα οι ναζιστές απαιτούν την καγκελαρία.
Το Ράιχσταγκ που συγκαλείται στις 12 Σεπτεμβρίου καταψηφίζει την κυβέρνηση φον Πάπεν με 512 ψήφους έναντι 42 υπέρ και 5 αποχών.
(συνεχίζεται)


αναδημοσιεύεται από: εδώ και τώρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου